Ακρορριζεκτομές ονομάζονται οι χειρουργικές επεμβάσεις στις οποίες γίνονται ορατά τα ακρορρίζια ενός δοντιού, καθώς και παθολογικοί ιστοί γύρω από αυτό. Οι επεμβάσεις αυτές συνήθως πραγματοποιούνται μετά από μία ενδοδοντική θεραπεία η οποία δεν πέτυχε. Ο οδοντίατρος, πριν προβεί στην ακρορριζεκτομή, παίρνει ακτινογραφίες από τη γύρω περιοχή του δοντιού και αρχικά σχεδιάζει τη διαδικασία, ώστε να προβεί σε:
Μία ακρορριζεκτομή μπορεί να βοηθήσει στη διάσωση ενός δοντιού στις παρακάτω περιπτώσεις:
Για να αυξήσουμε το ποσοστό επιτυχίας μίας ακρορριζεκτομής, χρειάζεται η επίτευξη της μέγιστης δυνατής ακρίβειας των χειρισμών του ιατρού, και για το λόγο αυτό, η επέμβαση πραγματοποιείται συνήθως από ενδοδοντολόγο με τη βοήθεια ενός μικροσκοπίου, πράγμα το οποίο χαρακτηρίζει την επέμβαση μικροχειρουργική. Η διάρκεια μία ακρορριζεκτομής μπορεί να είναι από 30΄ μέχρι 90΄ και εξαρτάται από το μέγεθος του προβλήματος. Μετά το πέρας της επέμβασης, οι ιστοί θα επουλωθούν μέσα σε λίγους μήνες και τα όποια σημάδια μόλυνσης θα εξαφανιστούν. Σε περίπτωση που παρατηρηθεί λοίμωξη μετά την επέμβαση, τότε θα πρέπει να εξετάσουμε το ενδεχόμενο ότι η ακρορριζεκτομή απέτυχε.
Η μετεγχειρητική πορεία μίας ακρορριζεκτομής είναι ιδιαίτερα απλό να φανεί και αρκεί μία ακτινογραφία μετά το πέρας εξαμήνου, με την παρακολούθηση από τον ιατρό, για να επιβεβαιώσουν την επιτυχία της επέμβασης. Η ακρορριζεκτομή μπορεί να είναι η τελευταία ευκαιρία για ένα δόντι, ώστε να αποφύγει την εξαγωγή, αλλά σε γενικές γραμμές η μακροπρόθεσμη πρόγνωση για το δόντι επηρεάζεται σημαντικά. Να σημειωθεί πάντως ότι στις περισσότερες περιπτώσεις το ποσοστό επιτυχίας των ακρορριζεκτομών είναι ιδιαίτερα υψηλό. Σε περίπτωση που μία ακρορριζεκτομή αποτύχει, τότε θα πρέπει να προβούμε σε αναγκαστική εξαγωγή του δοντιού.